- εὐζώνοις
- εὔζωνοςwell-girdledmasc/fem/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κερώ — (I) κερῶ, άω (Α) (επικ. τ. τού κεράννυμι) αναμιγνύω, αραιώνω το κρασί με νερό. (II) κερῶ, άω (Α) [κέρας] καθιστώ κάτι κερατοειδές 2. παίρνω θέση στο κέρας στρατού («ἐδόθη παράγγελμα... τοῑς δ εὐζώνοις κερᾱν», Πολ.) … Dictionary of Greek